- ταλαντώ
- -άω, Α [τάλαντον]ταλαντεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταλάντω — τάλαντον balance neut nom/voc/acc dual τάλαντον balance neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάντῳ — τάλαντον balance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντώνω — ταλαντῶ, όω, ΝΑ [τάλαντον] ταλαντεύω νεοελλ. (το μέσ. και παθ.) ταλαντώνομαι υφίσταμαι ταλαντώσεις … Dictionary of Greek
ταλάντωι — ταλάντῳ , τάλαντον balance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRUTINA in aede Saturni — apud Romanos posita fuit, moris antiqui vestigium, quô illi aes pensantes expendebant, non adnumerabant, Fest. Hinc Varro, de L. L. l. 4. Per Trutinam solvi solitum; vestigium etiam nunc manet in aede Saturni, quod ea etiam nunc propter pensuram… … Hofmann J. Lexicon universale
ταλάντωση — η / ταλάντωσις, ώσεως, ΝΑ [ταλαντῶ, ώνω] ταλάντευση νεοελλ. 1. φυσ. α) (μηχαν.) κίνηση που εκτελεί ένα ελαστικό υλικό, όταν εκτρέπεται από την κατάσταση ισορροπίας του β) (ηλεκτρ. ηλεκτρον.) διαδοχή ηλεκτρικών ρευμάτων φόρτισης εκφόρτισης, η… … Dictionary of Greek
υπερταλαντώ — άω, Α [ταλαντῶ] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) 1. έχω περισσότερο βάρος, ζυγίζω πιο πολύ 2. μτφ. είμαι ανώτερος ή καλύτερος, υπερέχω, υπερτερώ … Dictionary of Greek